Σάββατο 27 Νοεμβρίου στις 18:00 στην Πλατεία Αγίου Ανδρέα (Εργατών Πολεμιστών) Λαμπρινή.
Ένα χρόνο μετά τη θεσμική καταδίκη της Χρυσής Αυγής βρισκόμαστε και πάλι αντιμέτωποι/ες με την εμφάνιση νεοναζιστικών, εθνικιστικών οργανώσεων που προσπαθούν να βρουν πάτημα στο δημόσιο χώρο. Ως αναρχικοί/ες, αντιφασίστες/στριες, δεν είχαμε ποτέ αυταπάτες ότι μια δικαστική απόφαση θα ποινικοποιήσει τις παραπάνω ιδέες, όπως και τον διάχυτο ρατσισμό που το κράτος καλλιεργεί στην κοινωνία. Άλλωστε, διαχρονικά ο φασισμός χρησιμοποιείται απ’ το κράτος και το κεφάλαιο σε περιόδους κρίσεων για να εδραιώσει την κυριαρχία τους, να αποπροσανατολίσει και να διασπάσει τους από τα κάτω. Το μόνο ανάχωμα και η πραγματική καταδίκη απέναντι στους φασίστες επιτεύχθηκε μέσα από τους κοινωνικούς και ταξικούς μας αγώνες όλα αυτά τα χρόνια: στα στέκια, τις καταλήψεις, τους χώρους εργασίας, τις γειτονιές, τις σχολές. Με μαχητικό αντιφασισμό και οργάνωση στους δρόμους.
Τον Μάρτη του 2020 οι φασίστες κάνουν την πρώτη οργανωμένη επανεμφάνιση τους με ρατσιστικά πογκρόμ εναντίον των μεταναστριών στα νησιά έπειτα από μια συντονισμένη προσπάθεια του κράτους να παρουσιάσει τις μεταναστευτικές ροές ως μια «ασύμμετρη απειλή» για το ελληνικό έθνος/κράτος, ταυτίζοντας τους μετανάστες με στρατιώτες του Ερντογάν. Έλληνες ρατσιστές από κοινού με Γερμανούς νεοναζί και χρυσαυγίτες βουλευτές περιπολούσαν τα ελληνικά σύνορα. Η αντιμετώπιση των μεταναστευτικών ροών από κοινού με την κρατική διαχείριση του covid 19 παρουσιάστηκε από το κράτος ως οι δύο σημαντικότερες εθνικές κρίσεις που έχει να αντιμετωπίσει και επένδυσε σε αυτές για να εγείρει τα εθνικιστικά αντανακλαστικά.
Με πρόσχημα τη διαχείριση του covid19, το κράτος έχει επιβάλλει μια διευρυμένη κατάσταση εξαίρεσης. Αξιοποιώντας ευκαιριακά την παραπάνω συνθήκη, πήρε μια σειρά μέτρων, για να εντείνει την κρατική-καπιταλιστική αναδιάρθρωση που έχει ξεκινήσει από τα χρόνια των μνημονίων: από το αντι-εργατικό νομοσχέδιο, το ασφαλιστικό, το εκπαιδευτικό, το περιβαλλοντικό, μέχρι την καταστρατήγηση κατεκτημένων δικαιωμάτων και την περαιτέρω περιθωριοποίηση πληθυσμιακών ομάδων (μετανάστες, φυλακισμένοι). Για την επίτευξη όλων αυτών τέθηκε σε εφαρμογή ένα σχέδιο πειθάρχησης, ελέγχου και αποκλεισμών: απαγόρευση κυκλοφορίας και διαδηλώσεων, ποινικοποίηση κάθε κοινωνικής επαφής, πρόστιμα και αστυνομοκρατία έγιναν κανονικότητα το τελευταίο ενάμιση χρόνο. Ταυτόχρονα, οποιαδήποτε προσπάθεια αμφισβήτησης του κυρίαρχου λόγου, στοχοποιήθηκε και χαρακτηρίστηκε ανεύθυνη και αντικοινωνική.
Με πρόσχημα τα πραγματικά προβλήματα που προέκυψαν από την κρατική διαχείριση, οι φασίστες προσπαθούν να αρθρώσουν λόγο και να αναδειχθούν ως η κυρίαρχη «αντισυστημική» δύναμη. Μέσω της συμμετοχής τους σε διαδηλώσεις ενάντια στις απαγορεύσεις και την υποχρεωτικότητα προσπαθούν να εμφανιστούν ως υπερασπιστές της ελευθερίας. Εκείνοι που στέκονται ενάντια στην αυτοδιάθεση του σώματος υπερασπιζόμενοι την ποινικοποίηση των εκτρώσεων και την εκκαθάριση όλων των σωμάτων που χαλούν την καθαρότητα του έθνους, εκείνοι που αναλαμβάνουν διαχρονικά να εντείνουν τους διαχωρισμούς που υπάρχουν εντός των καταπιεσμένων είναι οι τελευταίοι που θα μιλήσουν για την ελευθερία. Δε θα δώσουμε χώρο στους εχθρούς της ελευθερίας, αυτούς που διαχωρίζουν την εργατική τάξη, σύμφωνα με θρησκευτικά, φυλετικά, έμφυλα κριτήρια, να κάνουν λόγο για καταπάτηση δικαιωμάτων και επιβολή πάνω στα σώματά μας. Την απάντηση στα προβλήματα που βαραίνουν την κοινωνία και την τάξη μας τη δίνει ο κόσμος του αγώνα, ο κόσμος που οργανώνεται στη βάση, οι καταπιεσμένοι/ες.
Όπως όλα αυτά τα χρόνια, δίχως κανένα εφησυχασμό, έτσι και τώρα οι φασίστες θα ξαναμπούνε στις τρύπες τους. Οργανωμένες φασιστικές επιθέσεις όπως αυτές στη Σταυρούπολη, στο Νέο Ηράκλειο και εναντίον μεταναστών δεν θα μείνουν αναπάντητες. Συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε ενάντια σε κράτος, κεφάλαιο και εθνικισμό, ενάντια σε οποιαδήποτε πολιτική διαχείριση εκμετάλλευσης και περαιτέρω υποβάθμισης της τάξης μας και των ζωών μας.
Αναρχικές/οι, αντιφασίστες/ριες